Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Ζενίθ

Με φόρα.

Ξεκίνησες από μια γωνιά του αστερισμού του Πουθενά και ανέτειλες μέσα στο σπίτι της Ικαρίας:έναν πύργο κέρινο,γκρίζο που σκέπη και πόρτες δεν είχε ποτέ.
Καμώθηκες πως δεν το διάλεξες-δίκιο είχες:κανείς δε διαλέγει την τύχη του.

Κανένα καλωσόρισμα - κι όλα τα άστρα των τριγύρω γειτονιών να φέγγουν αδιάφορα, χωρίς ενθουσιασμό, όπως τα μάτια της γάτας.

Με τον καιρό συνήθισες.

Σου άρεσαν τα ψηλά δωμάτια. Αγαπημένο σου ήταν η σοφίτα.

Ανέβαινες στην αρχή αργά και διστακτικά, μετά πιο γρήγορα, βιαστικά και με λαχτάρα και αγνάντευες με τις ώρες τους ανθρώπους που έμοιαζαν με μυρμήγκια-ή μήπως τα μυρμήγκια έμοιαζαν με ανθρώπους; Όσο το σκεφτόσουν, δεν έβγαινε νόημα.
Μάλλον έτσι ένιωθες καλύτερα κι αυτό ήταν όλο.

Ο βρόχινος καθρέφτης μπροστά στις σκάλες στο κέντρο της σοφίτας, σε έσκιαζε - τόσον καιρό δεν είχες ακόμη συνηθίσει τη μορφή, ούτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Έβλεπες εφιάλτες με τα μάτια ανοιχτά.

Όταν ήταν γεμάτος αντανακλούσε όλο σου το κορμί - εκτός από τις ουλές στις παλάμες που έφτιαξες με κόπο και στοργή και ζήλεια γιατί οι φίλοι που είχες εν τω μεταξύ αποκτήσει και που και που σε επισκέπτονταν είχαν πιο μεγάλες και πιο βαθιές γραμμές στα χέρια.
Ένας από αυτούς σού είχε πει ότι με τον καιρό τα αυλάκια θα μεγάλωναν-οι παλιότεροι ξεχώριζαν από τους νέους έτσι ακριβώς.

Κάπου εκεί,άρχισες να νιώθεις ξεχωριστός-όχι χωρίς λόγο:δεν ήταν μόνο οι χαρακιές,ήταν και ο καθρέφτης που έδειχνε το ίδιο πρόσωπο με αυτό που αντίκρυζες όταν κοίταζες κατάφατσα τους φίλους σου.
Ήξερες τη διαφορετικότητά σου,ήξερες το γιατί,και η γνώση είναι δύναμη και ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη.

Το μίσος της ζήλειας είχε αρχίσει να καταλαγιάζει από τότε που ανέτειλες στην Ικαρία.

Σταμάτησες να χαράσσεις τις γραμμές με τόση δύναμη,σού έφταναν μόνο μερικές λεπτές γραμμούλες,κάθε μία για τις μέρες που πέρναγες εκεί.
Λιγόστευε κι ο πόνος.

Ρυάκια από ζεστό αίμα έπεφταν τότε στους προχειροφκιαγμένους κέρινους τοίχους ώσπου τους παραμόρφωναν. Ένας λαβύρινθος στάθηκε κάτω από τα πόδια σου και σιγόκαιγε. ‘’Να ένας φάρος μες τη νύχτα’’ ,είπες.

Ένα ζωντανό δωμάτιο με φλέβες στεκόταν πια γύρω σου.
Μέσα σου.
Εθιζόσουν.

Εκείνο το καλοκαίρι σταμάτησε να βρέχει, τα αστέρια κοιμόντουσαν.
Ο καθρέφτης άδειαζε.
Και τότε, ηρεμούσες.
Συνήθιζες. Ένιωθες σαν όλους τους ανθρώπους.

Ονόμασες αυτή του τη συνήθεια ‘’αγάπη’’, χωρίς λόγο - ίσως μόνο από γονική υποχρέωση για κάτι τόσο δικό σου.


Καμιά ενόχληση από φίλους εκείνο το καλοκαίρι . . . έμενες μόνιμα στη σοφίτα.

Θυμάσαι;

Το φως είχε μια περίεργη ασπαίρουσα, άρρωστη χροιά.
Τα μυρμήγκια, κι αυτά στη θέση τους σε ένα ατέλειωτο πέρα δώθε επάνω στη Γη.
Χαμογελούσες αδιόρατα γιατί έμαθες να ξεχνάς: ξεχνούσες να πέσεις από τη σοφίτα, ξεχνούσες να μετράς τις μέρες.

Κρατούσες στο δεξί σου χέρι μια κλεψύδρα γεμάτη με την άμμο της παραλίας που βρισκόταν έξω από το σπίτι. Άμμος χρυσή, ζεστή, γεμάτη από τα αχνάρια σου.
Τώρα, ένιωθες πάλι ξεχωριστός.

Ένα βράδυ άναψες ένα λυχνάρι και θέλησες να μιλήσεις πάλι με τα αστέρια που σε κουβάλησαν μέχρι τη Γη.
Αυτήν τη φορά τα ξόρκια εισακούστηκαν και τ’ αστέρια ξύπνησαν: άρχισε να βρέχει δαιμονισμένα.
Ο καθρέφτης γέμισε.
Τρόμαξες.
Παραπάτησες.
Το λυχνάρι έπεσε από τη σοφίτα στον κέρινο λαβύρινθο.
Οι τοίχοι πυρπολήθηκαν μονομιάς.
Το φλεγόμενο σπίτι πήρε φωτιά. Ο ίσκιος σου ψήλωσε.
Γύρισες την κλεψύδρα για να κάνεις τα πάντα όπως πριν. Έσβησες τα αχνάρια σου.

...

Καμία άλλη κίνηση.

Μονάχα φως.

2 σχόλια:

  1. κυκλικό χωρίς την εμμονή εσκεμμένου νοήματος, διάχυτο μιας ευαίσθητης και ακριβούς παρατήρησης δεν κρυβεί τη διαυγή νοημοσύνη του συγγραφέα
    gio_x

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Mια στιγμή διαύγειας αρκεί,gio_x.
    Kαλώς ήρθες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή